σύνοψη
τα πορτραίτα του Φαγιούμ είναι ο χαμένος συνδετικός κρίκος μεταξύ της κλασικής ελληνικής ζωγραφικής και της πρώιμης βυζαντινής αγιογραφίας, μέσω της ελληνιστικής Αλεξανδρινής σχολής. Και τούτο όχι μόνον ως προς την τεχνική, αλλά και ως προς τις φιλοσοφικές και αισθητικές αντιλήψεις στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής.
παρατηρήστε τις ομοιότητες ανάμεσα στα πορτραίτα του Φαγιούμ (αριστερά)
και την παλαιοχριστιανική αγιογραφία (δεξιά): ο Άγιος Πέτρος, Μονή Σινά, τέλη 6ου αι.,
από εργαστήρι της Κων/πολης, όπου διατηρήθηκε η κλασική καλλιτεχνική παράδοση.
Από τα αριστουργήματα ζωγραφικής της κλασικής περιόδου, όπως αυτά του φημισμένου Απελλή, φίλου και αποκλειστικού προσωπογράφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν έχει διασωθεί δυστυχώς τίποτα. Οι μόνες μαρτυρίες που διαθέτουμε σήμερα είναι από ιστορικές αναφορές, με σημαντικότερες εκείνες του Διόδωρου του Σικελιώτη και του Πλίνιου του Πρεσβύτερου (βιβλίο 35) και από ρωμαϊκά αντίγραφα. Το πνεύμα της ελληνικής τέχνης όμως μεταλαμπαδεύτηκε, μετά την ειρηνική κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Αλέξανδρο (το 331 πΧ), στην Αλεξανδρινή σχολή, που δημιούργησε ο ίδιος ο Απελλής (σύμφωνα με τις πηγές συνεργάστηκε με τον Πτολεμαίο τον Α΄) και απoτέλεσε πρόδρομο της ζωγραφικής του Φαγιούμ.
Μέχρι τα τέλη του 19ου είχαμε ένα μεγάλο κενό στην ιστορία της ζωγραφικής, που κάλυπτε τόσο την κλασική ελληνική περίοδο, όσο και την ύστερη αρχαιότητα. Ο πρώτος χαμένος κρίκος εμφανίζεται με τις εκπληκτικές τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά της ελληνορωμαϊκής περιόδου, που έρχονται στο φως μετά την τυχαία ανακάλυψη της Πομπηίας το 1748 (η συστηματική ανασκαφή της άρχισε το 1860 και δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα).
"Νεαρό κορίτσι με βιβλίο"
Τοιχογραφία από την Πομπηία, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης
Τοιχογραφία από την Πομπηία, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης
Ο επόμενος κρίκος δεν θα αργήσει να εμφανιστεί. Το 1887 ο γερμανός έμπορος Theodor Graf θα παρουσιάσει στην Ευρώπη μια μεγάλη συλλογή από 300 προσωπογραφίες του Φαγιούμ, που θα εμπλουτιστούν λίγο αργότερα (ως το 1912) με άλλες 146, που ανακαλύπτει στις ανασκαφές του ο Άγγλος αρχαιολόγος F. Petrie. Οι ιστορικοί της τέχνης θα παραμείνουν αμήχανοι επί έναν αιώνα μη ξέροντας που να τις κατατάξουν. Είναι ελληνική, ρωμαϊκή, αιγυπτιακή ή κοπτική τέχνη;
Δείγματα ζωγραφικής Φαγιούμ, που μπορεί να δει κανείς στην Αθήνα
Προσωπογραφίες Φαγιούμ
από την Αιγυπτιακή συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Ανδρικό πορτραίτο Φαγιούμ (225-250μΧ),
που θυμίζει έντονα Δομήνικο Θεοτοκόπουλο
σπάραγμα από σάβανο, τέμπερα σε λινό, με προσθήκες από γύψο, Μουσείο Μπενάκη
Πομπηία και Φαγιούμ
που θυμίζει έντονα Δομήνικο Θεοτοκόπουλο
σπάραγμα από σάβανο, τέμπερα σε λινό, με προσθήκες από γύψο, Μουσείο Μπενάκη
Πομπηία και Φαγιούμ
Οι ομοιότητες ανάμεσα στη ζωγραφική της Πομπηίας και εκείνης του Φαγιούμ, που έπεται κατά τρεις περίπου αιώνες, είναι πολλές και ευκολοδιάκριτες. Άλλο τόσο εμφανής είναι όμως και η σημαντική διαφορά στη φιλοσοφία τους. Ο καλλιτέχνης των Φαγιούμ απευθύνεται στους θεούς και εστιάζει στο πρόσωπο και ιδιαίτερα στο βλέμμα, τον μοναδικό σύνδεσμο του νεκρού με τους ζωντανούς, ενώ εκείνος της Πομπηίας απευθύνεται στην κοινωνία και ασχολείται με το να τονίσει επιμελώς και την κάθε λεπτομέρεια των αντικειμένων.
Παρατηρήστε την μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στον "Αρτοποιό Τερέντιο Νέο και τη Γυναίκα του "(τοιχογραφία Πομπηίας) και τον "Ιππέα" του Φαγιούμ (η ιδιότητά του δηλώνεται από τον χιτώνα του).
Η παραγωγή των πορτραίτων του Φαγιούμ φαίνεται πως ξεκινά την περίοδο του Τιβέριου (14-37 μΧ), την εποχή που κάνει δειλά την εμφάνισή της η νέα θρησκεία του χριστιανισμού. Και ενώ τα Φαγιούμ συνεχίζουν την παράδοση της ελληνικής κλασικής ζωγραφικής του Απελλή (4ος πΧ), η τέχνη της νέας θρησκείας υπό διωγμό κάνει τα πρώτα της βήματα. Στην πρωτοχριστιανική περιόδο (ως τον Μ. Κων/νο) είναι αρχαϊκή εικονογραφία, με συμβολική μορφή, που χαρακτη-ρίζεται ως ζωγραφική της κατακόμβης. Πρωτοχριστιανικές τοιχογρα-φίες: δεξιά ο Άγιος Παύλος, (5ος αι.) σε σπήλαιο της Εφέσου και κάτω ο Ιησούς, με τα σύμβολα Α-Ω ("είμαι η αρχή και το τέλος") στην κατακόμβη commodilla, Ρώμη (3ος-4ος).
Η παραγωγή των πορτραίτων του Φαγιούμ κορυφώνεται τον 2ο αι. μΧ, οπότε έχουμε και τη μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού και την ακμή της περιοχής κι ύστερα ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία. Στα μέσα του 3ου έχει σχεδόν πια σταματήσει μαζί με την πρακτική της ταρίχευσης.
Είναι η εποχή που, σε καθεστώς διωγμών, δημιουργείται το κίνημα του αναχωρη-τικού (ασκητικού) και του κοινοβιακού αργότερα μοναχισμού, στις ερήμους της Αιγύπτου. Οι καιροί όμως αλλάζουν, οι διωγμοί των χριστιανών θα σταματήσουν και η νέα θρησκεία θα νομιμοποιηθεί από τον Μ. Κωνσταντίνο (με το διάταγμα των Μεδιολάνων, το 313). Θα προστατεύεται από το κράτος, θα αποκτήσει προνόμια και δεν θα αργήσει να ανακηρυχθεί
επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτο-κρατορίας από τον Θεοδόσιο (380), που έθεσε λίγο αργότερα (392) εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες. Έχουμε μπει στην παλαιοχριστιανική περίοδο, που φτάνει ως την εικονομαχία.
Τα πρώτα χριστιανικά μοναστήρια (4ος αι.) στις ερήμους της Αιγύπτου: η Μονή του Αγ. Αντωνίου, κοντά στο Κάϊρο (επάνω) και η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στη χερσόνησο του Σινά (κάτω και δεξιά).
Είναι εδώ που θα εμφανιστούν από τον 5ο αι. οι πρώτες βυζαντινές φορητές εικόνες, οι κηρόχυτες γραφές, όπως τις αποκαλούν οι ιστορικοί της εποχής, φτιαγμένες σε κωνσταντινοπολίτικα πλέον εργαστήρια με την παραδοσιακή τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής, κληρονομημένες από την Αλεξανδρινή σχολή.
Είναι η εποχή που, σε καθεστώς διωγμών, δημιουργείται το κίνημα του αναχωρη-τικού (ασκητικού) και του κοινοβιακού αργότερα μοναχισμού, στις ερήμους της Αιγύπτου. Οι καιροί όμως αλλάζουν, οι διωγμοί των χριστιανών θα σταματήσουν και η νέα θρησκεία θα νομιμοποιηθεί από τον Μ. Κωνσταντίνο (με το διάταγμα των Μεδιολάνων, το 313). Θα προστατεύεται από το κράτος, θα αποκτήσει προνόμια και δεν θα αργήσει να ανακηρυχθεί
επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτο-κρατορίας από τον Θεοδόσιο (380), που έθεσε λίγο αργότερα (392) εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες. Έχουμε μπει στην παλαιοχριστιανική περίοδο, που φτάνει ως την εικονομαχία.
Τα πρώτα χριστιανικά μοναστήρια (4ος αι.) στις ερήμους της Αιγύπτου: η Μονή του Αγ. Αντωνίου, κοντά στο Κάϊρο (επάνω) και η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στη χερσόνησο του Σινά (κάτω και δεξιά).
Είναι εδώ που θα εμφανιστούν από τον 5ο αι. οι πρώτες βυζαντινές φορητές εικόνες, οι κηρόχυτες γραφές, όπως τις αποκαλούν οι ιστορικοί της εποχής, φτιαγμένες σε κωνσταντινοπολίτικα πλέον εργαστήρια με την παραδοσιακή τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής, κληρονομημένες από την Αλεξανδρινή σχολή.
Η έρημος του Σινά, κατάξερη, ορεινή και αμμώδης, υπήρξε από την αρχαιότητα το σπουδαιό-τερο σταυροδρόμι του κόσμου, το συντομότερο πέρασμα από την Ευρώπη προς τον Ινδικό ωκεανό και την άπω Ανατολή. Είναι το σημείο που ενώνονται δυο ήπειροι, η Αφρική με την Ασία, η γέφυρα ανάμεσα στη Μεσόγειο και την Ερυθρά θάλασσα. Είναι εδώ που ξεκίνησε το κίνημα του ασκητισμού (τον 3ο αι.) και ιδρύθηκε το πρώτο μοναστήρι.
'Γυναίκα',
πορτραίτο Φαγιούμ (193-235 μΧ), Μουσείο Μπενάκη
σπάραγμα από σάβανο, τέμπερα σε λινό, με προσθήκες από γύψο και φύλλο χρυσού.
Κρατάει στο ένα χέρι πρωτοχριστιανικό σταυρό (;)
και με την ανασηκωμένη παλάμη του άλλου διώχνει το κακό.
πορτραίτο Φαγιούμ (193-235 μΧ), Μουσείο Μπενάκη
σπάραγμα από σάβανο, τέμπερα σε λινό, με προσθήκες από γύψο και φύλλο χρυσού.
Κρατάει στο ένα χέρι πρωτοχριστιανικό σταυρό (;)
και με την ανασηκωμένη παλάμη του άλλου διώχνει το κακό.
τμήμα φορητής εικόνας 6ου-7ου από την Αίγυπτο
Το πορτραίτο του Φαγιούμ και λεπτομέρεια από τη σπάνια βυζαντινή εικόνα της Παναγίας της Αγιοσορίτισας (7ος αι.), σήμερα στη Ρώμη (Chiesa di Santa Maria del Rosario a Monte Mario).
Παναγία η Αγιοσορίτισα
Παρατηρήστε τα κοινά τους χαρακτηριστικά:
τα μεγάλα, υπερτονισμένα μάτια, με τα έντονα περιγράμματα, το έντονο μελαγχολικό βλέμμα, τα σφιχτά σφραγισμένα χείλη, την εμβληματική μετωπικότητα των μορφών (με ελαφριά κλίση, σε στάση τριών τετάρτων),
αλλά και την ενάργεια (σαφήνεια, καθαρότητα), τη σφριγηλότητα και τη γαλήνη που αποπνέουν.
Το μοτίβο επαναλαμβάνεται στη Θεοτόκο με το Βρέφος (6ος), στη Βρεφοκρατούσα και στην εικόνα των Αγίων Σέργιου και Βάκχου (7ος) από τη μονή της Αγ. Αικατερίνης του Σινά (σήμερα στο Δημοτικό Μουσείο του Κιέβου).
Στις εικόνες αυτές είναι εμφανή τα χαρακτηριστικά του πορτραίτου, δηλαδή η "ιστορική" παρουσία της μορφής που εικονίζεται, γεγονός που τις συνδέει με την τέχνη των νεκρικών προσωπογραφιών. Παράλληλα όμως αναφαίνονται και οι νέες θεωρητικές αρχές κατά τις οποίες κάθε παράσταση θείας μορφής πρέπει να περιέχει στοιχεία ομοιότητας και διαφοράς από την πραγματικότητα, σε τρόπο ώστε με τη θέα τους να οδηγούμεθα στον υπεραισθητό κόσμο τον οποίο αναπαριστούν.
Ο Χριστός Παντοκράτορας
αριστερά: εικόνα από τη Μονή Σινά, πρώτο μισό του 6ου,
εγκαυστική, σε φυσικό μέγεθος (84x45,5 cm), πολύ καλά συντηρημένη
και δεξιά τμήμα από ψηφιδωτό της Δέησης στην Αγία Σοφία (1261)
αριστερά: εικόνα από τη Μονή Σινά, πρώτο μισό του 6ου,
εγκαυστική, σε φυσικό μέγεθος (84x45,5 cm), πολύ καλά συντηρημένη
και δεξιά τμήμα από ψηφιδωτό της Δέησης στην Αγία Σοφία (1261)
H παράσταση αυτή: με προτομή, τα χέρια κοντά στο σώμα, ευαγγέλιο και φωτοστέφανο, πορφυρός χιτώνας, θα καθιερωθεί ως πρότυπο στη βυζαντινή αγιογραφία.
Η επίδραση της βυζαντινής αγιο-γραφίας ήταν μεγάλη στους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Η αρχή γίνεται με τον Φώτη Κόντογλου, που την ανακαλύπτει σε ταξίδι του στο Άγιο Όρος, το 1923. Αντιγράφει μια σειρά από έργα, γράφει κείμενα, εργάζεται ως συντηρητής σε μουσεία (μεταξύ των οποίων και το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας), αλλά και ως αγιογράφος σε ναούς (όπως η Καπνικαρέα) και διδάσκει βυζαντινή τέχνη στο εργαστήριο του στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Μεταξύ των μαθητών του ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος.
Επάνω, Φώτης Κόντογλου: πορτραίτα της Μαρίας, της γυναίκας του. Το ένα (αριστερά) σαφώς επηρεασμένο από την λαϊκή ζωγραφική, ενώ το άλλο (δεξιά) από τα πορτραίτα του Φαγιούμ.
Φαγιούμ και σύγχρονη ελληνική ζωγραφική
Η επίδραση της βυζαντινής αγιο-γραφίας ήταν μεγάλη στους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Η αρχή γίνεται με τον Φώτη Κόντογλου, που την ανακαλύπτει σε ταξίδι του στο Άγιο Όρος, το 1923. Αντιγράφει μια σειρά από έργα, γράφει κείμενα, εργάζεται ως συντηρητής σε μουσεία (μεταξύ των οποίων και το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας), αλλά και ως αγιογράφος σε ναούς (όπως η Καπνικαρέα) και διδάσκει βυζαντινή τέχνη στο εργαστήριο του στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Μεταξύ των μαθητών του ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος.
Επάνω, Φώτης Κόντογλου: πορτραίτα της Μαρίας, της γυναίκας του. Το ένα (αριστερά) σαφώς επηρεασμένο από την λαϊκή ζωγραφική, ενώ το άλλο (δεξιά) από τα πορτραίτα του Φαγιούμ.
Το 1998
πραγματοποιήθηκε, στη Βασιλική του Αγ. Μάρκου στο Ηράκλειο της Κρήτης,
έκθεση με θέμα: "Από τα πορτραίτα του Φαγιούμ στις απαρχές της
τέχνης των βυζαντινών εικόνων". Υπεύθυνη ήταν η Κα Ευφροσύνη Δοξιάδη, που
υλοποίησε την ιδέα του έφορου της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Ν.
Γιανναδάκη. Η έκθεση μεταφέρθηκε στη συνέχεια στην Αθήνα, στο Μουσείο Μπενάκη, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στο Βυζαντινό Μουσείο.
Παράλληλα εκτέθηκαν και χαρακτηριστικά έργα των σημαντικών μας
ζωγράφων, της γενιάς του ΄30: Πικιώνη, Κόντογλου, Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Νικολάου, Εγγονόπουλου,
Τσαρούχη, Μαυροειδή, Παππά και Μόραλη, που αναζητώντας το δικό τους σύγχρονο
ελληνικό ιδίωμα, εμπνεύστηκαν από τα νεκρικά πορτραίτα του Φαγιούμ.
Ενδιαφέρουσες εκδόσεις:
Ευφροσύνη Δοξιάδη, "Τα Πορτραίτα του Φαγιούμ" (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών),
από τις εκδόσεις Αδάμ, 1990.
Μαν. Μπορμπουδάκης, "Τα Πορτραίτα του Φαγιούμ και η γενιά του ΄30. Στην αναζήτηση της ελληνικότητας", από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη του Δήμου Ηρακλείου, 1998.
Γιώργος Κόρδης, "Οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ και η βυζαντινή εικόνα", εκδ. Αρμός, Αθήνα 2001.
Πολύ ενδιαφέρουσα και ωραία ανάλυση.
ΑπάντησηΔιαγραφή