Ένας πρωτότυπος βυζαντινός στοχαστής
(490-570 μΧ περίπου)
Ο Φιλόπονος είναι μια εμβληματική, αλλά παραγνωρισμένη μορφή του όψιμου μεσαίωνα, ένας ανοιχτόμυαλος και θαρραλέος φυσικός και φιλόσοφος του 6ου αι., που όχι μόνον τόλμησε να αμφισβητήσει θεμελιώδη δόγματα στην μηχανική του Αριστοτέλη, χίλια χρόνια πριν τον Γαλιλαίο (που τον αναφέρει επανειλημμένα στις σημειώσεις του) και τον Νεύτωνα, αλλά είχε και τη γενναιότητα να ασκήσει δημόσια-ανοιχτά την κριτική του, αντί να περιοριστεί σε έναν απολογητικό σχολιασμό.
Το έργο του ενισχύει σημαντικά την άποψη των σύγχρονων ιστορικών της επιστήμης (με πρωτοπόρο τον E. Durkheim), ότι η αντίληψη πως ο μεσαίωνας δεν ήταν παρά μια στείρα περίοδος για την επιστήμη, μεταξύ ελληνιστικής εποχής και Αναγέννησης, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα κι ότι ο όρος 'επιστημονική επανάσταση' είναι υπερβολικός, αφού στην πραγματικό-τητα η εξέλιξη της επιστήμης έχει μια αδιάσπαστη συνέχεια.
Το έργο του ενισχύει σημαντικά την άποψη των σύγχρονων ιστορικών της επιστήμης (με πρωτοπόρο τον E. Durkheim), ότι η αντίληψη πως ο μεσαίωνας δεν ήταν παρά μια στείρα περίοδος για την επιστήμη, μεταξύ ελληνιστικής εποχής και Αναγέννησης, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα κι ότι ο όρος 'επιστημονική επανάσταση' είναι υπερβολικός, αφού στην πραγματικό-τητα η εξέλιξη της επιστήμης έχει μια αδιάσπαστη συνέχεια.
Εισαγωγή
Σε μια απόσταση μόλις 300 χλμ. από την Άγκυρα, χαμένη στα βάθη της Ανατολίας, συναντάμε την εξωτική Καππαδοκία (όπως την ονόμασαν οι αρχαίοι Έλληνες), την περσική Κατπατούκα, που σημαίνει "χώρα των όμορφων αλόγων". Μια χώρα μαγική, εξωτική, με αβυσσαλέα φαράγγια και εξωπραγματικούς γεωλογικούς σχηματισμούς από μαλακό ψαμμόλιθο, σπαρμένο με αμέτρητους αλλόκοτους και άλλο τόσο εκπληκτικούς βράχους.
Απλώνεται σ ένα εκτεταμένο οροπέδιο με υψόμετρο 1.500μ. στην ανατολική Μικρά Ασία. Μια χώρα εξωτική, που αναφέρεται ήδη από τον Ηρόδοτο, με λαξευμένες εκκλησίες και ασκηταριά, στοές και λαβυρινθώδη συμπλέγματα από σπηλιές (ιδανικοί κρυψώνες για κυνηγημένους). Καππαδοκία, ένα τοπίο διαστημικό, ο παράδεισος του γεωλόγου, εδώ που η φύση κάνει ... γλυπτική !
Άγονη γη, με ηφαιστειακά πετρώματα, χλωρίδα στέπας και ισχυρότατους ανέμους που κατεβαίνουν από τα γύρω βουνά (τις οροσειρές του Ταύρου και του Αργαίου, ενεργά ηφαίστεια) με μεγάλες ταχύτητες. Περιβάλλον τόσο τραχύ, με απίστευτες βαρυχειμωνιές και τέτοιες διαφορές θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας, που αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν να επιβιώνουν άνθρωποι εδώ.
Πρόσφατα ανακαλύφθηκε εδώ, στην περιοχή Νεβσεχίρ, ολόκληρη υπόγεια πόλη 5.000 ετών, με διαδρόμους τούνελ, μήκους 7 χλμ. Έρχεται να προστεθεί στην ήδη γνωστή πόλη Καϊμακλί, με 8 πατώματα, σε βάθος έως 50 μ, που φιλοξενούσε πάνω από 10.000 ανθρώπους και τη χρησιμοποίησαν, τον 4ο αιώνα, οι χριστιανοί σαν κατακόμβες.
Ο ελληνισμός, αδιάλειπτα παρών εδώ επί χιλιετίες, από την εποχή του Μεγαλέξανδρου, ξεριζώθηκε πρόσφατα με την ανταλλαγή πληθυσμών, μετά τη συνθήκη της Λωζάνης (1932). Σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο επί βυζαντινής αυτοκρατορίας, έδρα του 'πρώτου τη τάξει μητροπολίτη' του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με φημισμένους επισκόπους σαν τον Βασίλειο τον Μέγα, όπου άκμασε η παιδεία. Εδώ είναι που γεννήθηκε και άκμασε μια μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία του Βυζαντίου, ο μονοφυσίτης λόγιος:
Ιωάννης ο Φιλόπονος Απλώνεται σ ένα εκτεταμένο οροπέδιο με υψόμετρο 1.500μ. στην ανατολική Μικρά Ασία. Μια χώρα εξωτική, που αναφέρεται ήδη από τον Ηρόδοτο, με λαξευμένες εκκλησίες και ασκηταριά, στοές και λαβυρινθώδη συμπλέγματα από σπηλιές (ιδανικοί κρυψώνες για κυνηγημένους). Καππαδοκία, ένα τοπίο διαστημικό, ο παράδεισος του γεωλόγου, εδώ που η φύση κάνει ... γλυπτική !
Άγονη γη, με ηφαιστειακά πετρώματα, χλωρίδα στέπας και ισχυρότατους ανέμους που κατεβαίνουν από τα γύρω βουνά (τις οροσειρές του Ταύρου και του Αργαίου, ενεργά ηφαίστεια) με μεγάλες ταχύτητες. Περιβάλλον τόσο τραχύ, με απίστευτες βαρυχειμωνιές και τέτοιες διαφορές θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας, που αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν να επιβιώνουν άνθρωποι εδώ.
Πρόσφατα ανακαλύφθηκε εδώ, στην περιοχή Νεβσεχίρ, ολόκληρη υπόγεια πόλη 5.000 ετών, με διαδρόμους τούνελ, μήκους 7 χλμ. Έρχεται να προστεθεί στην ήδη γνωστή πόλη Καϊμακλί, με 8 πατώματα, σε βάθος έως 50 μ, που φιλοξενούσε πάνω από 10.000 ανθρώπους και τη χρησιμοποίησαν, τον 4ο αιώνα, οι χριστιανοί σαν κατακόμβες.
Ο ελληνισμός, αδιάλειπτα παρών εδώ επί χιλιετίες, από την εποχή του Μεγαλέξανδρου, ξεριζώθηκε πρόσφατα με την ανταλλαγή πληθυσμών, μετά τη συνθήκη της Λωζάνης (1932). Σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο επί βυζαντινής αυτοκρατορίας, έδρα του 'πρώτου τη τάξει μητροπολίτη' του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με φημισμένους επισκόπους σαν τον Βασίλειο τον Μέγα, όπου άκμασε η παιδεία. Εδώ είναι που γεννήθηκε και άκμασε μια μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία του Βυζαντίου, ο μονοφυσίτης λόγιος:
Φιλόσοφος, μαθηματικός, φυσικός, αστρονόμος, χριστιανός εκκλησιαστικός συγγραφέας και ένας από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες του πρώτου μισού του 6ου αιώνα στο Βυζάντιο.
Ο Φιλόπονος ή Γραμματικός (καθηγητής φιλοσοφίας θα λέγαμε σήμερα), γεννήθηκε στην Καισάρεια περί το 490 μΧ και μαθήτευσε στη νεοπλατωνική σχολή της Αλεξανδρείας, δίπλα στον περίφημο διευθυντή της Αμμώνιο του Ερμείου (που υπήρξε μαθητής του Πρόκλου στην Αθήνα). Επονομάστηκε Φιλόπονος, εραστής δηλαδή του κόπου, λόγω της συνεχούς ενασχόλησής του με την κοπιώδη μελέτη των βιβλίων και της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, πιθανότατα να ονομάστηκε Φιλόπονος επειδή ανήκε στην αίρεση των φιλοπόνων μονοφυσιτών. Είναι επίσης γνωστός ως ο Ιωάννης της Αλεξανδρείας, επειδή σπούδασε στη Σχολή της Αλεξάνδρειας.
Ο Φιλόπονος ή Γραμματικός (καθηγητής φιλοσοφίας θα λέγαμε σήμερα), γεννήθηκε στην Καισάρεια περί το 490 μΧ και μαθήτευσε στη νεοπλατωνική σχολή της Αλεξανδρείας, δίπλα στον περίφημο διευθυντή της Αμμώνιο του Ερμείου (που υπήρξε μαθητής του Πρόκλου στην Αθήνα). Επονομάστηκε Φιλόπονος, εραστής δηλαδή του κόπου, λόγω της συνεχούς ενασχόλησής του με την κοπιώδη μελέτη των βιβλίων και της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, πιθανότατα να ονομάστηκε Φιλόπονος επειδή ανήκε στην αίρεση των φιλοπόνων μονοφυσιτών. Είναι επίσης γνωστός ως ο Ιωάννης της Αλεξανδρείας, επειδή σπούδασε στη Σχολή της Αλεξάνδρειας.
Σαν επίσκοπος Αλεξανδρείας επεδίωξε να στηρίξει τον χριστιανισμό με επιχειρήματα που αντλούσε από τη φιλοσοφία και κυρίως από τον Αριστοτέλη. Βασισμένος στην αριστοτελική άποψη για την ουσία, υποστήριξε ότι τα τρία πρόσωπα της Αγ. Τριάδος θα πρέπει να θεωρούνται ως τρεις μερικές ουσίες, τρία δηλαδή ξεχωριστά όντα, με κοινό τους γνώρισμα τη θεία ουσία. Για τις ετερόδοξες απόψεις του καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε το 681 (εκατό περίπου χρόνια μετά τον θάνατό του) από την Εκκλησία, στη ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ως αιρετικός μονοφυσίτης ή 'τριθεϊτης'. Έτσι όλες δυστυχώς οι φιλοσοφικές του απόψεις θεωρήθηκαν επικίνδυνες και έπεσαν στη λήθη. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία αποφάσισε να άρει την καταδίκη του, την δεκαετία του 1990.
Σαν φιλόσοφος θεωρείται ένας από τους κυριότερους υπέρμαχους των χριστιανικών δογμάτων για τον σύμπαντα κόσμο και πολέμιος των αντίστοιχων αριστοτελικών δοξασιών. Πράγματι, σύμφωνα με τον Μανώλη Καρτσωνάκη: Ήγειρε ενστάσεις σε καίρια σημεία των αριστοτελικών αρχών για τη φύση, όπου η χριστιανική του παιδεία συναρμοσμένη με τον νεοπλατωνικό προσανατολισμό της αλεξανδρινής Σχολής που φοιτούσε συγκρουόταν με το αριστοτελικό πρότυπο.
Η ζωή, η πνευματική σταδιοδρομία και το έργο του Φιλόπονου συνδέονται πολύ με την πόλη της Αλεξάνδρειας και την Αλεξανδρινή Νεοπλατωνική Σχολή της. Μολονότι η αριστοτελική – νεοπλατωνική παράδοση ήταν η πηγή των πνευματικών ανησυχιών του, ο Ιωάννης, βαθύς γνώστης των έργων του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα με έντονα κριτική ματιά, που απελευθερώθηκε από τα δεσμά της αριστοτελικής αυθεντίας. Πρωτοπόρος φιλόσοφος, τελικά απομακρύνθηκε από αυτή την παράδοση και προλείανε μέρος του δρόμου που οδήγησε στις νέες προσεγγίσεις των φυσικών επιστημών.
Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στις φυσικές επιστήμες του Μεσαίωνα, κυρίως σε επιστήμονες και λογίους του 14ου-17ου αι. του βεληνεκούς του Ζαν Μπουριντάν, του Νικόλ Ντ’ Ορέμ, του Νικόλαου Κουζάνου, του Γιοχάνες Κέπλερ, του Γκαλιλέο Γκαλιλέ κ.ά.
Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στις φυσικές επιστήμες του Μεσαίωνα, κυρίως σε επιστήμονες και λογίους του 14ου-17ου αι. του βεληνεκούς του Ζαν Μπουριντάν, του Νικόλ Ντ’ Ορέμ, του Νικόλαου Κουζάνου, του Γιοχάνες Κέπλερ, του Γκαλιλέο Γκαλιλέ κ.ά.
Απέρριψε, μεταξύ άλλων, την αριστοτελική θεωρία περί
δυναμικής, στην οποία δεν υπήρχε θέση για έναν δημιουργό, υποκαθιστώντας τη με τη δική του θεωρία περί ωθητικής δύναμης
(impetus). Η εισαγωγή της χαρακτηρίστηκε από τον Τόμας Κουν
επιστημονική επανάσταση.
στη μηχανική του:
- Αρνείται την μη δυνατότητα ύπαρξης του κενού.
βασικό του επιχείρημα: αν ο θεός θέλω να είναι άϋλος, δεν μπορεί να μην υπάρχει κενό
- Δεν δέχεται τον ισχυρισμό ότι ο χρόνος πτώσης είναι αντιστρόφως ανάλογος του βάρους.
- Αμφισβητεί το ρόλο και τη λειτουργία του εξωτερικού μέσου.
- Υποδεικνύει την ύπαρξη μιας ασώματης εντυπωμένης δύναμης, που σταδιακά διαχέεται στο περιβάλλον και εξασθενεί και είναι η κινητήρια δύναμη, ενώ το σώμα αποτελεί την αντίσταση.
Μεταξύ άλλων πρότεινε και την εξέταση, με πείραμα, της άποψης του Αριστοτέλη ότι τα βαρύτερα σώματα πέφτουν γρηγορότερα. Συγκεκριμένα γράφει: '... η παρατήρηση θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική από οποιοδήποτε επιχείρημα ...'. Δεν γνωρίζουμε αν το πραγματοποίησε ο ίδιος, σε μια εποχή χωρίς ρολόγια και χρονόμετρα, αλλά είχε προβλέψει ότι η διαφορά στο χρόνο πτώσης (σε κάποιο μέσο, όχι όμως και στο κενό) θα ήταν πολύ μικρή, αλλά σε καμία περίπτωση οι χρόνοι πτώσης δεν είναι ανάλογοι των βαρών, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η προσέγγισή του δείχνει να έχει σύγχρονα χαρακτηριστικά, πρόωρα για την εποχή του, όπως αφαιρετική σκέψη και πρόταση για νοητικά πειράματα.
Απέρριπτε επίσης τη θεωρία της 'αντιπερίσπασης', θεωρώντας πως η κίνηση του βέλους στον αέρα οφείλεται στην προωθητική δύναμη από το κινούν σώμα και όχι στον αέρα.
Δίδασκε ακόμη ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε κάποτε στο παρελθόν, άρα δεν είναι αιώνιο κι ότι τα ουράνια σώματα δεν έχουν καμία σχέση με θεούς και υπακούουν στους ίδιους νόμους με τα επίγεια (θεωρείται πρόδρομος της έννοιας της αδράνειας κι αυτό 1.000 χρόνια πριν τον Νεύτωνα).
Σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, που δεν συνδέει το φως με την κίνηση (το αντιλαμβάνεται σαν κάτι στατικό και τη μετάβαση του ακαριαία), ο Ιωάννης το θεωρεί σαν κάτι δυναμικό, που ταξιδεύει προς το μάτι κι έχει επιπρόσθετα την ικανότητα να θερμαίνει (όπως και η ψυχή θερμαίνει το σώμα).
Ενώ ο Αριστοτέλης βρίσκει απίθανη την ύπαρξη του κενού (με το επιχείρημα ότι αν υπήρχε τα διπλανά σώματα θα έπεφταν μέσα του και θα κινούνταν με άπειρη ταχύτητα), ο Φιλόπονος το θεωρεί απαραίτητο για την κίνηση (αν δεν υπήρχε, πως θα μπορούσε ένα σώμα να αλλάξει θέση;), διατηρώντας όμως την άποψη ότι παρόλα αυτά (παρά την ανυπαρξία εμποδίων) η ταχύτητα τους θα είναι μεν μεγαλύτερη, αλλά μέχρι κάποιο όριο.
Αν και δεν είναι ο πρώτος που αμφισβήτησε κάποια από τις απόψεις της μεγάλης αυθεντίας του Αριστοτέλη, είναι σίγουρα ο πρώτος φυσικός, που επισημαίνει συνολικά τις αντιφάσεις και τις ασυνέπειες της φυσικής του και προτείνει ένα άλλο πλήρες και συνεκτικό εναλλακτικό οικοδόμημα, που ανοίγει νέο δρόμο στην επιστήμη.
Τις απόψεις του διασώζει ο μεγαλύτερος σύγχρονος αντίπαλος του, ο Σιμπλίκιος, που στο έργο του αναφέρεται στις απόψεις του Φιλόπονου (που κατακρίνει). Μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό, το 591 μΧ. καταφεύγει στην Περσία. Έλληνες στοχαστές, Σύριοι και Αρμένιοι Νεστοριανοί, που εκδιώχθηκαν από το Βυζάντιο σαν αιρετικοί, μεταφέρουν αργότερα το έργο του στους άραβες, στη Δαμασκό και τη Βαγδάτη.
Στη λατινική Δύση επανεμφανίζεται μόλις τον 13ο αιώνα, όταν ορισμένες ιδέες του γίνονται γνωστές είτε από απευθείας μετάφραση, είτε μέσα από το φίλτρο αραβικών πηγών. Η μετάφραση όλων των υπομνημάτων του κατά τον 16ο αιώνα βοήθησε να εκφραστεί η αντίδραση προς τη σκέψη του Αριστοτέλη και να προκύψει η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα, όπως την εισήγαγαν στοχαστές σαν τον Γαλιλαίο, τον Καρτέσιο και τον Νεύτωνα.
Μια πλήρης συλλογή άρθρων, για το έργο και την επίδραση του Φιλόπονου, που έχουν γράψει έγκριτοι ιστορικοί της φιλοσοφίας, συγκέντρωσε και εξέδωσε σε βιβλίο ο Άγγλος καθηγητής φιλοσοφίας R. Sorabji. Έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα στα ελληνικά σε μετάφραση της Χλόης Μπάλλα, από τις εκδόσεις του ΜΙΕΤ, το 2006.
Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει σε επίμετρο δύο κείμενα του Φιλόπονου, από το υπόμνημά του στα "Φυσικά" του Αριστοτέλη: την παρέκβαση περί τόπου ("Εις Φυσικά" 557,8-585,4) και την παρέκβαση περί κενού ("Εις Φυσικά" 675,2-695,8).
για την Καισάρεια
Συνεχίζοντας την παράδοση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ίδρυσε περί τις 30 πόλεις με το όνομά του, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες-καίσαρες ιδρύουν ή μετονομάζουν μια σειρά από πόλεις, τις Καισάρειες. Αυτή ήταν η μοίρα και της πάλαι ποτέ Μάζακας ή Ευσέβειας, που ονομάστηκε Καισάρεια το 17 μΧ, όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Καππαδοκία. Στη φωτογραφία τα ρωμαϊκά τείχη της Καισαρείας.
Πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας από το 70 πΧ, η θρυλική Καισάρεια, σημαντικό εμπορικό κέντρο, σταυροδρόμι ανάμεσα σε μεγάλα περάσματα, που συνέδεε τη Μεσοποταμία, την Αρμενία με τον Βόσπορο και το Αιγαίο, απέκτησε δόξα και ακμή, υπήρξε για αιώνες σπουδαίο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο και έφτασε να απαριθμεί 400.000 κατοίκους.
Προπύργιο του Χριστιανισμού, πατρίδα μεγάλων ιεραρχών, όπως του Γρηγορίου Νύσσης και του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και έδρα του Μεγάλου Βασιλείου, ενός από τους τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας. Ο Βασίλειος σπούδασε στην Κων/πολη, κοντά στον Λιβάνιο και αργότερα στην Αθήνα και εισήγαγε από τον 4ο αι. τον πλατωνισμό στη νέα θρησκεία, για να θεμελιώσει τη χριστιανική θεολογία. Συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη του μοναχισμού, θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και με το νομικό του έργο, τους λεγόμενους «μοναχικούς κανόνες», διατάξεις που αφορούν στην οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών.
Ακριτική περιοχή των βυζαντινών και στρατηγική θέση για την αντιμετώπιση των Περσών, αλλά και των Αράβων και των Τούρκων αργότερα (μέχρι τα τέλη του 11ου, οπότε καταλαμβάνεται από τους Σελτζούκους), η Καισάρεια μετατρέπεται (από το 830 μΧ) σε στρατιωτικό κέντρο, τόπος συγκέντρωσης και επιθεώρησης των βυζαντινών στρατευμάτων πριν από κάθε εκστρατεία προς Ανατολάς, με κάστρα και σημαντικά αμυντικά οχυρωματικά έργα στα στενά περάσματα του Ταύρου και του Αντίταυρου, τις λεγόμενες Κλεισούρες.
Μεταξύ των ανατολικών συνόρων του θέματος της Καππαδοκίας και των αραβικών εδαφών υπήρχε μια ουδέτερη ζώνη, μια "άοικη χώρα" κατά τους βυζαντινούς.
Εδώ ακμάζουν και οι περίφημοι Ακρίτες του βυζαντινού ελληνισμού, πολίτες που τις περιόδους ειρήνης ασχολούνται με τη γεωργία σε κτήματα που τους δίνονται από τον αυτοκράτορα, ενώ σε περιόδους πολέμου είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν οπλισμό και να επιστρατεύονται.
Στον πίνακα επάνω, μάχη Βυζαντινών και Αράβων.
Πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας από το 70 πΧ, η θρυλική Καισάρεια, σημαντικό εμπορικό κέντρο, σταυροδρόμι ανάμεσα σε μεγάλα περάσματα, που συνέδεε τη Μεσοποταμία, την Αρμενία με τον Βόσπορο και το Αιγαίο, απέκτησε δόξα και ακμή, υπήρξε για αιώνες σπουδαίο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο και έφτασε να απαριθμεί 400.000 κατοίκους.
Προπύργιο του Χριστιανισμού, πατρίδα μεγάλων ιεραρχών, όπως του Γρηγορίου Νύσσης και του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και έδρα του Μεγάλου Βασιλείου, ενός από τους τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας. Ο Βασίλειος σπούδασε στην Κων/πολη, κοντά στον Λιβάνιο και αργότερα στην Αθήνα και εισήγαγε από τον 4ο αι. τον πλατωνισμό στη νέα θρησκεία, για να θεμελιώσει τη χριστιανική θεολογία. Συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη του μοναχισμού, θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και με το νομικό του έργο, τους λεγόμενους «μοναχικούς κανόνες», διατάξεις που αφορούν στην οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών.
Ακριτική περιοχή των βυζαντινών και στρατηγική θέση για την αντιμετώπιση των Περσών, αλλά και των Αράβων και των Τούρκων αργότερα (μέχρι τα τέλη του 11ου, οπότε καταλαμβάνεται από τους Σελτζούκους), η Καισάρεια μετατρέπεται (από το 830 μΧ) σε στρατιωτικό κέντρο, τόπος συγκέντρωσης και επιθεώρησης των βυζαντινών στρατευμάτων πριν από κάθε εκστρατεία προς Ανατολάς, με κάστρα και σημαντικά αμυντικά οχυρωματικά έργα στα στενά περάσματα του Ταύρου και του Αντίταυρου, τις λεγόμενες Κλεισούρες.
Μεταξύ των ανατολικών συνόρων του θέματος της Καππαδοκίας και των αραβικών εδαφών υπήρχε μια ουδέτερη ζώνη, μια "άοικη χώρα" κατά τους βυζαντινούς.
Εδώ ακμάζουν και οι περίφημοι Ακρίτες του βυζαντινού ελληνισμού, πολίτες που τις περιόδους ειρήνης ασχολούνται με τη γεωργία σε κτήματα που τους δίνονται από τον αυτοκράτορα, ενώ σε περιόδους πολέμου είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν οπλισμό και να επιστρατεύονται.
Στον πίνακα επάνω, μάχη Βυζαντινών και Αράβων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου