Music

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2016

Βυζάντιο και παρακμή




η βαθιά στρέβλωση

Το Βυζάντιο ήταν μέχρι πρόσφατα μια υποτιμημένη, αδικαιολόγητα παραμελημένη και σκληρά κακο-μεταχειρισμένη  ιστορική περίοδος. 

Η μεγάλη ζημιά, το δυστύχημα, έγινε από τον Άγγλο ιστορικό (του 18ου αι.) E. Gibbon. Το μνημειώδες επτάτομο έργο του: 'Η παρακμή και η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας' (1776-1788), γραμμένο σε θαυμάσια αγγλικά, διαβάστηκε πολύ και έγινε κλασικό. Ο ενθουσιασμός του όμως για το ρωμαϊκό μεγαλείο του έκλεινε τη θέα σε οτιδήποτε χριστιανικό, μεσαιωνικό ή βυζαντινό (που το μισούσε). Θεωρούσε  το Βυζάντιο θρίαμβο της βαρβαρότητας και της θρησκείας, ένα συνον-θύλευμα προκαταλήψεων, δολοπλοκιών, καλογερισμού, διαφθοράς, εκφυλισμού και ερειπίων (όπως άλλωστε κι ο Μοντεσκιέ και ο Βολταίρος).

Παρέβλεψε αυθαίρετα ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας, που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, δεν ξαναγύρισε ποτέ στην ανταλλακτική οικονομία (κύριο γνώρισμα του Μεσαίωνα στη Δύση), δεν έφτιαξε Ιερά Εξέταση και δεν έκαψε ποτέ ανθρώπους στην πυρά. 

Περιφρονούσε τη θρησκεία και τον κλήρο, αλλά και την έννοια του ιερού. Πρόκειται για τη γνωστή προκατάληψη του Διαφωτισμού, εναντία σε κάθε τι που σχετίζεται με τον χριστιανισμό (που θεωρεί-ται υπεύθυνος για την πτώση της Ρώμης). Κάθε παλιότερη γενιά άλλωστε, βρίσκει τη νεότερη παρηκ-μασμένη και κάθε κολλημένος στη στερεότυπη εικόνα μιας κλασικής  εποχής, δεν μπορεί να έχει καλή ιδέα για την εποχή που ακολουθεί.

η αποκατάσταση

Η αρνητική εικόνα για το Βυζάντιο που διαμόρφωσε ο Γκίμπον στη Δύση, για έναν περίπου αιώνα, μόνον πρόσφατα άρχισε να ανατρέπεται, από τον άλλο εκπληκτικό (αντι-Γκίμπον, κατά την έγκριτη βυζαντινολόγο Κα Αγγ. Λαίου) Άγγλο επίσης ιστορικό, τον Στήβεν Ράνσιμαν.

'... μα τι είδους παρακμή διάολε είναι αυτή που διαρκεί 1.100 χρόνια;'


θα αναρωτηθεί ο Sir J.C.Stevenson Runciman (1903-2000), ένας από τους επιφανέστερους Άγγλους  βυζαντινολόγους και θαυμαστής της Ορθοδοξίας. 
Την ασπάστηκε και βαπτίστηκε, λίγο πριν πεθάνει, στο Άγιον Όρος. Καθηγητής ιστορίας στο Trinity College, δίδαξε βυζαντινή ιστορία στο Παν/μιο της Κων/πολης, το διάστημα 1942-1945 Μνημειώδες το έργο του για τις Σταυροφορίες.

Μιλούσε και διάβαζε ελληνικά και λατινικά και έμαθε αρκετές από τις δυτικές γλώσσες, αλλά και αραβικά, περσικά, τούρκικα, εβραϊκά, συριακά, αρμενικά και γεωργιανά, για τη μελέτη των πηγών της μεσαιωνικής ιστορίας. 

η αλήθεια είναι πως χωρίς το 'παρακμιακό' Βυζάντιο 
η Ιταλική Αναγέννηση θα είχε μείνει στα μισά του δρόμου

για την παρακμή

Ας δούμε λίγο και την άλλη όψη του νομίσματος:

η παρακμή είναι εξαιρετικά ελκυστική 

(θυμηθείτε για λίγο τον Καβάφη) και


έχει μια ανήμπορη χάρη

Ακριβώς επειδή είναι ανήμπορη, οφείλουμε να ασχοληθούμε εμείς μαζί της. Η παρακμή δεν ξέρει ως να επιβιώσει, πρέπει να τη βοηθήσουμε εμείς. Ο Καίσαρας πχ δεν μας έχει ανάγκη, επιβιώνει από μόνος του.

Ένας ιστορικός που λατρεύει τον Θουκυδίδη (και δικαίως), γιατί να ασχοληθεί με τους 'δεύτερους' μιμητές του, όπως με τον ήσσονα Βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο (κορυφαίος ιστορικός της ύστερης αρχαιότητας, του Ιουστινιανού); Η στάση του αυτή, αν δεν είναι απλά αποτέλεσμα τεμπελιάς, είναι σίγουρα μια επιπόλαιη συναισθηματική στάση, που στηρίζεται σε προκαθορισμένα σχήματα.


Στο Βυζάντιο η μεγάλη επιστημονική φιλοπεριέργεια, που έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή της στην ελληνιστική περίοδο, υποχωρεί. Η  κριτική παρατήρηση προσώπων, αλλά και καταστάσεων περιορί-ζεται. Παραμένει όμως η προσήλωση στη λέξη (καθαρά ελληνιστικό γνώρισμα), όχι μόνον ως μέσον διατύπωσης εννοιών, αλλά και ως αυτόνομο καλλιτέχνημα (η αξία του λόγου).

Οι σοφιστές και οι ρήτορες παραμένουν στο Βυζάντιο. Το στρώμα όμως των μορφωμένων συρρικνώνεται, απλώνεται απογοήτευση, οι δυνατότητες ανταλλαγής ιδεών που τρέφουν την πνευματική ζωή περιορίζονται, ενώ κυριαρχούν οι ανάγκες της επιβίωσης. Όπως έλεγε άλλωστε ο Ισοκράτης:

η καθημερινή ζωή απαιτεί αποφάσεις τώρα, που απαιτούν μια τεχνική σύγκρισης ενδεχομένων, 
πριν λύσει η φιλοσοφία τα (συχνά εξωπραγματικά) της προβλήματα.

Η αμέριμνη αφοσίωση στις Μούσες δεν είναι πια δυνατή. Οι ελληνιστικές αξίες κατακρεουργούνται: το χιούμορ χάνεται, τα επιχειρήματα αντικαθιστά η ειρωνεία και ο χλευασμός κι όχι σπάνια μια αλλό-κοτη βαναυσότητα.

Η κοινωνική ευπρέπεια δημιούργησε τη θεο-λογία, όταν οι λόγιοι (οι μορφωμένοι της παλιάς σχολής) καταπιάστηκαν με τον χριστιανισμό (από τον Μ. Κων/νο και μετά), με τον τρόπο που ήξεραν. Η στάση τους ήταν γνήσια ελληνιστική, στο μέτρο βέβαια που είχε αφομοιωθεί από τον καθένα τους. Το Βυζάντιο διατήρησε παρόλα αυτά, σε όλη την πορεία του, το στοιχείο της υπεροχής της ελληνικής παιδείας.


Οι έλληνες δεν εγκατέλειψαν ποτέ το αίσθημα της μοναδικότητας τους, παρά τον συγχρωτισμό τους με άλλους λαούς. Στη συνείδηση του ο Έλληνας, 'ως Έλληνας' ήταν κάτι περισσότερο από τους άλλους. Είχε μια ξεχωριστή αποστολή, κάτι που είχε και πολιτική διάσταση, αν και δεν ζούσε σε καθαρά ελληνικό πολιτικό πλαίσιο. 

Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε γρήγορα στρατι-ωτική, ενώ οι ανατολικές επαρχίες θεοποίησαν τον Καίσαρα. Η κοσμοκρατορία του Μ. Αλέξανδρου απο-τελεί ένα από τα πρότυπα της βυζαντινής αντίληψης για την κοσμοκρατορία. Η Ρωμαϊκή δημοκρατία βέβαια δεν ήθελε τη μοναρχία, όταν αποδέχτηκε την ηγεμονία. Η πολιτική αδιαφορία όμως και η νοοτρο-πία του πληθυσμού για μια εξιδανικευμένη μορφή του αυτοκράτορα, οδήγησαν στη μοναρχία.


Πρότυπο της ο ανατολικός δεσποτισμός των Περσών, ένα μεταφυσικό κοσμοείδωλο, που με την αντιστοιχία της κυριαρχίας του θεού με εκείνη του αυτοκράτορα, παρέχει μετα-φυσική κάλυψη στην παγκόσμια κυριαρχία.
Στην πράξη βέβαια, στη καθημερινότητα, ο συγκλητικός που θέλει να πείσει τον αυτο-κράτορα για μια αλλαγή πολιτικής, βλέπει


μπροστά του την κουταμάρα, την ισχυρογνωμοσύνη και την αδιαφορία του συγκεκριμένου προσώπου κι όχι το θείο χάρισμα του. Το ίδιο κι ο πολίτης που στέκεται μπροστά στο δικαστήριο. Κανείς δεν είναι τόσο ηλίθιος που να 'μασάει' περί θείας έμπνευσης των νόμων, των δικαστών κλπ.

Και κάτι ακόμη: η ευαρέσκεια του θεού σε ένα άνθρωπο, ακόμα και στον 'εκλεκτό' του, δεν χαρίζεται μόνιμα. Μπορεί κάλλιστα να αρθεί, αν αυτός φανεί κάποια στιγμή ανάξιος τους. Ενώ φαινομενικά δηλαδή η ιδεολογία καλύπτει απόλυτα την αυτοκρατορική εξου-σία με θεολογικούς συλλογισμούς,


το πρόβλημα αρχίζει όταν η εξουσία αυτή εφαρμόζεται από έναν συγκεκριμένο αυτοκράτορα. Η δημόσια εμφάνιση του πχ, μπορεί να ενισχύει το κύρος του, αλλά περιέχει κι ένα ρίσκο: καταργώντας το απρόσιτο, μπορούσε να προκαλέσει διάλογο με το λαό με απρόβλεπτες συνέπειες.

βυζαντινή λογοτεχνία

Η εκκλησία αρκείται, σε γενικές γραμμές, να απορρίπτει το περιεχόμενο μόνον της κλασικής παιδείας, της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (καταδικάζει την ειδωλολατρική ανηθικότητα και τη διεστραμμένη ελληνική μυθολογία), δέχεται όμως τη γλωσσική και υφολογική μορφή της. Η μόρφω-ση ενός κληρικού, ακόμη κι ενός θεολόγου, δεν διαφέρει από εκείνη του ποιμνίου.

Ο κοσμικός διανοούμενος είχε μια απρόσβλητη ελευθερία και κινδύνευε μόνον όταν προσπαθούσε απερίσκεπτα να απομακρυνθεί υπερβολικά από τον θρησκευτικό χώρο. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με τη λογοτεχνία και κυρίως αυτοί που την παράγουν ανήκουν (προέρχονται) αποκλειστικά από την άρχουσα τάξη. Είναι ευγενείς ή ανώτατοι αξιωματούχοι, που αργότερα μπορεί να εμφανίζονται ως μοναχοί, επίσκοποι ή Πατριάρχες (όπως ο Νικηφόρος ή ο Φώτιος).
Πλάι τους υπάρχουν βέβαια και οι επαγγελματίες λόγιοι.


Αριστερά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (810-893) ένθρονος σε δημόσια συζήτηση. 

Μικρογραφία από χειρόγραφο του 13ου αι. Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη.

Η αγάπη για τη ζωή υποχωρεί. Οι εγκόσμιες χαρές είναι ένα όνειρο, από το οποίο ξυπνούν για να απαρνηθούν τον κόσμο, αφού η βαθύτερη στάση βασιζόταν στην προσήλωση στον άλλο κόσμο. 

Η ερωτική φιλολογία όμως διατηρείται: είτε με 'συγκάλυψη' (ο Νικηφόρος Βασιλάκης πχ γράφει ερωτικό μυθιστόρημα, αλλά το δικαιολογεί σαν απλή άσκηση γραφής, το χαρακτηρίζει ως ΄γύμνασμα΄) ή με προσπάθεια νομιμοποίησης, μέσω ανάληψης θέσης επισκόπου από τον συγγραφέα, για να προφυ-λάξει το έργο του (παράδειγμα ο Ηλιόδωρος).

Οι μυθιστοριογράφοι κάνουν σαν να μην υπήρχε ο χριστιανισμός.
Γράφουν απλά αγνοώντας τον (α-χριστιανικότητα).

Ο Ψελλός 'τα χώνει' χοντρά στους μοναχούς της εποχής του, προσωποποιώντας απλά την κριτική του, σε έναν μεθυσμένο καλόγερο (αν η ορθοδοξία είναι ταμπού, οι εκπρόσωποί της δεν είναι στο απυρόβλητο).
Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078) βυζαντινός λόγιος, φιλόσοφος, ιστορικός και διπλωμάτης, διετέλεσε ύπατος των φιλοσόφων (πρύτανης θα λέγαμε σήμερα) στο Πανδιδακτήριο (Παν/μιο) της Κωνσταντινούπολης.



Και βέβαια υπάρχει κι ο Πλήθων (και είναι ο μοναδικός), που καταφέρνει να 'τα χώσει' όχι μόνον σε όλη την εκκλησία, αλλά και στην ίδια την πίστη. Δεν είναι τυχαίο πως είναι γόνος οικογένειας ιερωμένων, αναθρεμμένος με τα πρότυπα του ανώτατου κλήρου της Κωνσταντινούπολης.

Αριστερά ο 'τελευταίος Έλληνας', ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων (1355-1452), :  
«έλληνες εσμέν το γένος ως η τε γλώσσα και η πάτριος παιδεία δηλοί» 
γράφει ο Γεμιστός στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο.


η σημερινή κόντρα

Τι ήταν όμως αλήθεια το Βυζάντιο; 


ρωμαϊκός νόμος 
ελληνική γλώσσα 
(που γίνεται επίσημη από τον Ηράκλειο, το 7ο) και 
χριστιανική θρησκεία 


ή για να το πούμε λίγο πιο ποιητικά, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Λόρδου Βύρωνα

σώμα ρωμαϊκό, πνεύμα ελληνικό και ψυχή ανατολίτικη μυστικιστική

Κατά την Ε. Αρβελέρ η Ευρώπη αρχίζει από το Βυζάντιο, που είναι 'η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή ανατολική αυτοκρατορία, με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύου-σα'.

Στον αντίλογο βέβαια ο Κ. Καστοριάδης: ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητι-κή και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία, που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές, τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. 'Εξω από τη λαϊκή μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μονωδικό εκκλησιαστικό άσμα.


Με τη συρρίκνωση του βυζαντίου τον 13ο (Μυστράς, Θεσσαλονίκη και Πόλη και Τραπεζούντα, που έπεσε το 1461 !), απαρχή της νεοελληνικής ταυτότητας (αρχίζει από το 1204, από εδώ αρχίζει την ελληνική ιστορία ο Ν Σβορώνος), αποκτά ξανά την εθνική της σημασία.

επίλογος

Ας κλείσουμε με τα λόγια του Ελύτη: 

η πατρίδα μου τοιχογραφία με πολλές επιστρώσεις, 
που αν βαλθείς και τις ξύσεις πηγαίνεις φυλακή.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου